-
1 καταφθειρω
1) губить, уничтожать(στρατόν, λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί Aesch.; πόλιν Soph.; ἔργα τινός Theocr.)
; pass. гибнуть(ἐν πενίᾳ καὴ νόσοις Luc.; κατεφθαρμένη χώρα Plut.)
2) развращать
1 καταφθειρω
(στρατόν, λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί Aesch.; πόλιν Soph.; ἔργα τινός Theocr.)
; pass. гибнуть(ἐν πενίᾳ καὴ νόσοις Luc.; κατεφθαρμένη χώρα Plut.)